- φόρεμα
- -έματος, το, ΝΜΑ, και φόρημα Α [φορῶ]νεοελλ.1. γυναικείο, κυρίως, εξωτερικό ένδυμα2. πανωφόρι3. στον πληθ. τα φορέματατο σύνολο τού γυναικείου ρουχισμούμσν.-αρχ.καθετί που φορεί κανείς ως κάλυμμα ή ως ένδυμααρχ.1. φορτίο2. αυτό που φέρεται στα χέρια ή αυτό που τοποθετείται στα γόνατα («κάθηται... Ἡσίοδος κιθάραν ἐπὶ τοῑς γόνασιν ἔχων οὐδέν τι οἰκεῑον Ἡσιόδῳ φόρημα», Παυσ.)3. κόσμημα, στολίδι που φοριέται4. το φορείο με το οποίο μετέφεραν τα λάφυρα και τις εικόνες τών θεών κατά τις πομπές5. (με περιλπτ. σημ.) αυτοί που μεταφέρουν κάτι, οι φορείς6. μτφ. ψυχικό βάρος («δυσχέρεια... πολλὴ τοῡδε τοῡ φορήματος», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.